- συριγγέμβολος
- και συριγγοέμβολος, ὁ, Μυπόγειος οχετός κατάλληλος για τη διοχέτευση νερού σε πολιορκούμενους ανθρώπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦριγξ, σύριγγος + ἔμβολον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συριγγέμβολον — συριγγέμβολος pipe line masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συριγγοέμβολος — ὁ, Μ βλ. συριγγέμβολος … Dictionary of Greek